- Μοσσύνοικοι
- Μοσσύνοικοιmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μοσσύνοικοι — Μοσσύνοικοι, οι (Α) ασιατικός λαός που κατοικούσε στα νοτιοανατολικά τής Μαύρης Θάλασσας, κοντά στους Κόλχους και Τιβαρηνούς, και ο οποίος πήρε την ονομασία του από τους μόσσυνας, δηλ. τους ψηλούς ξύλινους πύργους, στους οποίους κατοικούσαν.… … Dictionary of Greek
Μοσσυνοίκοις — Μοσσύνοικοι masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοσσυνοίκοισι — Μοσσύνοικοι masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοσσυνοίκους — Μοσσύνοικοι masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοσσυνοίκων — Μοσσύνοικοι masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мосяг — (реконструкция) латунь . Соболевский (РФВ 66, 351) реконструирует как исходную форму для фам. Мосягин. Ср. укр. мосяж латунь , чеш. mоsаz – то же, слвц. mosadz, польск. mosiądz, в. луж. mosaz, н. луж. диал. mosez латунь, медь . Это слово, в… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Mossynoeci — (Greek Μοσσύνοικοι, Mossynoikoi dwellers in wooden towers ) is a name that the Greeks of the Euxine Sea applied to the peoples of Pontus, the northern Anatolian coast west of Trebizond. Contents 1 Herodotus 2 Xenophon 3 Jason and the Argonauts … Wikipedia
σολοικίζω — ΝΑ μιλώ ή γράφω εσφαλμένα, ιδίως κατά τη σύνταξη, κάνω σολοικισμούς αρχ. 1. κάνω ανοησίες 2. συμπεριφέρομαι ανάρμοστα, φέρομαι ανάγωγα 3. φρ. «Περὶ σολοικιζόντων λόγων» τίτλος πραγματείας τού Χρυσίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σολοικίζω έχει προέλθει από… … Dictionary of Greek